- αδηλητηρίαστος
- -η, -οαυτός που δε δηλητηριάστηκε, δε φαρμακώθηκε (κυριολ. και μτφ.): Για να εξοντώσει τα ποντίκια στο υπόγειο δεν άφησε αδηλητηρίαστο κανένα φαγώσιμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.